Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 44, 2014)

libri3Ηδύγλωσσος, -η, -ο [αρχ.] (λογ.)

αυτός που μιλά με γλυκύτητα, που διακρίνεται από εκφραστική λεπτότητα και χάρη, του οποίου τα λόγια προκαλούν ευχαρίστηση: ~ παρηγορητής στις ώρες της πίκρας.

ΣΥΝ γλυκομίλητος, ευπροσήγορος – ηδυγλωσσία (η) (μτγν.)

.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 722

Κατηγορίες
στήλες

Καλό μήνα από την “Περισκόπηση”

2014imag11

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2014)

libri3Μυσαρός, -ή (λογ. -ά), -ό

(λογοτ.) ο ηθικά επιλήψιμος, άξιος αποστροφής, απέχθειας, αυτός που προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό: ~ δολοφόνος / εγκληματίας || ~ έγκλημα / κακούργημα.

ΣΥΝ: απεχθής, βδελυρός, στυγερός, σιχαμερός, αποτρόπαιος.

– μυσαρότητα (η) [μτγν.], – μυσαρώς επιρρ.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1156

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2014)

Ειδότες (οι)libri3
.

[αρχαιοπ] αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα – συν: επαϊοντες, ειδήμονες, ειδικοί.

Ετυμολογία: μετ. παρακ. του αρχαίου ρήματος οιδα

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 555

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2014)

libri3Εξολισθαίνω

ρ. αμετάβατο {εξολίσθησα} (λογ.) γλιστρώ από τη θέση μου

ΣΥΝ. Ξεγλιστρώ – εξολίσθηση (η) κ. εξολίσθημα (το) [1870], εξολισθητικός, -ή, -ό [1870]

ΕΤΥΜ: μτγν. ἐξολισθάνω < ἐξ+ὀλισθάνω “γλυστρώ”

.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 631

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2014)

libri3Μετακένωση (η) [1805] {-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}

.

1. (κυριολ.) η μεταφορά υγρού από ένα δοχείο σε άλλο ΣΥΝ. μετάγγιση

2. (συνήθως μτφ) η μετάδοση σε άλλο τόπο ή πρόσωπο ιδεών γνώσεων κλπ: η ~ της ανθρωπιστικής παιδείας στους Δυτικοευρωπαίους από τους Έλληνες. – μετακενώνω ρ.

[ΕΤΥΜ.: <μτγν. μετακενῶ (-όω) < μετά + κενῶ < κενός. Το ουσιαστικό πρωτοαπαντά στον Αδ. Κοραή. ]

.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1082