Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2015)

libri3Ενωτίζομαι

π. μτβ. (ενωτίσθηκα) (λογ.) ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι. – ας ενωτιστούν οι αρμόδιοι τα προβλήματα των νέων και ας λάβουν τα κατάλληλα μέτρα
[ΕΤΥΜ. Μτγν. ἐ ν+ -ωτίζομαι (< οὖς, ὠτός)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 620

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2015)

libri3Συμφερτικός, -ή, -ό [1892]
(λαϊκ) αυτός που συμφέρει, επωφελής ΑΝΤ. Ασύμφορος, επιζήμιος – συμφερτικά (επίρρ).

Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1691

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2014)

libri3Επίρρωση {-ης κ. -ώσεως | χωρίς πληθ.}

(λογ.) η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση (σε κάτι). Συνήθως στη φράση εις/προς επίρρωσιν, προς ενίσχυση: τους διάβασε και ένα σχετικό χωρίο του Πλάτωνα ~ ~ των επιχειρημάτων του.

ΕΤΥΜ.: <μτγν. ἐπίρρωσις < ἐπιρρώνυμι “ενισχύω, ενδυναμώνω” < ἐπι + ῥώννυμι. βλ. λ. Ρώμη

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 656

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 50, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50,2014)

libri3ισηγορία (η) [χωρίς πληθυντικό]

1. το δικαίωμα να μιλά κανείς όσο και ο άλλος

2. (συνεκδ.) η ισονομία, η πολιτική ελευθερία

(ΕΤΥΜ.: αρχ. Ίσο- + -ηγορία (με επέκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει) < αγορεύω)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 785

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2014)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2014)

libri3πουλέν (το) – παλαιότ. ορθογρ. “πουλαίν”

1. στον ιππόδρομο) άλογο στο οποίο ποντάρει κάποιος ελπίζοντας ότι θα κερδίσει

2. (μεταφ.) νεαρό πρόσωπο στην αρχή της καριέρας του, π.χ. εκκολαπτόμενος ηθοποιός, στο οποίο βασίζει τις ελπίδες του κάποιος και το προστατεύει.

(ΕΤΥΜ: < γαλλ. poulain “πουλάρι – προστατευόμενος”)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1459