Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 18, 2016)

libri3Δεκάζω

ρ. μτβ. {δέκασ-α, -τηκα | λογ. –θηκα}

δίνω χρήματα ή δώρα, κρ. σε δικαστή ή μάρτυρα, για να τους εξαγοράσω · δωροδοκώ (πβ. λ. αδέκαστος)

ΣΥΝ: εξαγοράζω, διαφθείρω – δεκασμός (ο) μτγν.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 459

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 16, 2016)

kyr201616

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 16, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 16, 2016)

libri3Αφυής, -ής, -ές

{αφυ-ούς | -είς (ουδ. –ή} (λογ.) αυτός που στερείται ευφυΐας, μη ευφυής

ΣΥΝ.: μωρός, ανόητος, ηλίθιος ΑΝΤ. ευφυής – αφυώς επιρρ. (αρχ.) αφυΐα (η) (αρχ.)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 331

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 15, 2016)

kyr201615

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 15, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 15, 2016)

libri3Διαγουμίζω

ρ. μτβ {διαγούμισ-α, -τηκα, -μένος} (λαϊκ.) λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα: οι εχθροί διαγούμισαν την πόλη

ΣΥΝ. αρπάζω,  – διαγούμισμα (το)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 14, 2016)

kyr201614

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2016)

libri3κενόσοφος, -η, -ο

[μτγν.] (λογ.) αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει, αλλά δεν ξέρει ουσιαστικά τίποτα (κ. ως ουσ.): εμφανίζονται συχνά ψευδοπροφήτες και κενόσοφοι, που εντυπωσιάζουν τα πλήθη

ΣΥΝ.: δοκησίσοφος, ψευδόσοφος, ΑΝΤ σοφός – κενόσοφα επίρρ. κενοσοφία (η)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 879