Κατηγορία: στήλες
Αναδίφηση (η)
{-ης & –ήσεως} η συστηματική και λεπτομερής έρευνα, μελέτη κυρ. αρχείων, εγγράφων κλπ: η ~ των βυζαντινών χειρογράφων της μονής (πβ. λ. φυσιοδίφης, ιστοριοδίφης) – αναδίφης [1885] κ. αναδιφήτης (ο) [1878]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 151
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 52, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 52, 2015)
χειράφετος, -η, -ο
(λογ.) αυτός που έχει απαλλαγεί από την εξουσία τρίτου
ΣΥΝ. χειραφετημένος
{ΕΤΥΜ: μτγν. αρχική σημ. «απελεύθερος (δούλος) < χείρ, -ρός + άφετος < ρ. ἀφίημι (βλ.κ. αφήνω)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1944
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 51, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 51, 2015)
Συνεγείρω
ρ. μετβ. [μτγν] {συν-ήγειρα, συν-εγέρθηκα} φέρνω σε κατάσταση εγρήγορσης και ενθουσιασμού, ξεσηκώνω: ~ τα πλήθη με φλογερούς επαναστατικούς λόγους.
ΕΤΥΜ.: μτγν. <συν + ἐγείρω (βλ.λ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1700
Μπορεί με το συγκεκριμένο σύστημα και να κλείνουν πολλές «τρύπες», όμως οι κίνδυνοι από την άμεση υιοθέτηση του χωρίς να αλλάξουν πρώτα κάποια άλλα πράγματα είναι πολλοί.
Θα πρέπει να πρώτα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις τόσο στην αγορά όσο και στην κοινωνία (σε επίπεδο «συνήθειας» αλλά και θεσμικά, σε επίπεδο νομοθεσίας) για να λειτουργήσει σωστά και προς όφελος όλων.
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 50, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50, 2015)
1. (καθημ.) πρόσωπο που δανείζει χρήματα (εντόκως ή ατόκως) ΣΥΝ. τοκιστής, πιστωτής ΑΝΤ. οφειλέτης, χρεώστης
2. (νομ.) το πρόσωπο το οποίο μπορεί να απαιτήσει από άλλον (οφειλέτη) ορισμένη παροχή (πράξη ή παράλειψη) (δεν πρέπει να συγχέεται ο δανειστής με τον δανειοδότη, πρόσωπο δηλαδή που δίδει κάποιο δάνειο)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 452
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 49, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2015)
αυτός που υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει από μόνος του, χωρίς τη συνδρομή άλλων.
ΣΥΝ: αυτοτελής, αυθυπόστατος, αυτόνομος, ανεξάρτητος. Αυθυπάρκτως, κ. Αυθύπαρκτα επιρρ., αυθυπαρξία (η) [1870]
[ΕΤΥΜ.: μτγν. <αὐθ- (αὐτός) + ὑπαρκτός < υπάρχω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 314