Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 50, 2015)

libri3Δανειστής (ο) [μτγν.] δανείστρια (η) [δανειστριών]

1. (καθημ.) πρόσωπο που δανείζει χρήματα (εντόκως ή ατόκως) ΣΥΝ. τοκιστής, πιστωτής ΑΝΤ. οφειλέτης, χρεώστης
2. (νομ.) το πρόσωπο το οποίο μπορεί να απαιτήσει από άλλον (οφειλέτη) ορισμένη παροχή (πράξη ή παράλειψη) (δεν πρέπει να συγχέεται ο δανειστής με τον δανειοδότη, πρόσωπο δηλαδή που δίδει κάποιο δάνειο)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 452