Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2015)

libri3Αυθύπαρκτος, -η, -ο
αυτός που υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει από μόνος του, χωρίς τη συνδρομή άλλων.

ΣΥΝ: αυτοτελής, αυθυπόστατος, αυτόνομος, ανεξάρτητος. Αυθυπάρκτως, κ. Αυθύπαρκτα επιρρ., αυθυπαρξία (η) [1870]
[ΕΤΥΜ.: μτγν. <αὐθ- (αὐτός) + ὑπαρκτός < υπάρχω

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 314