.
.
Διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)
1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος με σπρωξίματα
2. (μτφ.) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ
[ΕΤΥΜ. Το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478
Πρεπούμενος, -η, -ο
1. αυτός που επιβάλλεται ή ενδείκνυται για ορισμένη περίπτωση: δόθηκε η ~ προσοχή και στις δυο πλευρές || δεν υπήρξε ο ~ σεβασμός στη μνήμη των πεσσόντων ΣΥΝ: πρέπων, δέων
2. πρεπούμενα (τα): α) το σωστό, το επιβεβλημένο κατά το δίκαιο: πράττω τα ~ β) ότι κατά τα κρατούντα ή δικαιωματικώς ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον: στον έρανο έδινε τα ~
{ΕΤΥΜ. < πρέπω + παραγγ. επίθημα -ούμενος (κατά τις μτχ. των συνηρμένων), πβ. κ. χαρ-ούμενος, τρεχ-ούμενος}
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1465
ηλιοστάσιο (το) {ηλιοστασί-ου|ηλιοστασί-ων}
ΑΣΤΡΟΝ. Κάθε μια από τις δυο ημέρες στη διάρκεια του έτους, κατά τις οποίες η ημέρα έχει τη μέγιστη ή την ελάχιστη διάρκεια ανάλογα με τη θέση του Ήλιου ως προς τη Γη: θερινό ηλιοστάσιο (21-22 Ιουνίου) και χειμερινό (21-22 Δεκεμβρίου), αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜ.: <μεσν. ἡλιοστάσιον < ἡλιο- + στάσιον>στάσις]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 728
.
Κλοτσοσκούφι (το) {χωρ. γενική}
.
1. (παλαιότ) παιδικό παιχνίδι, που παίζονταν με το κλώτσημα σκούφου
2. (μτφ) το περιφρονημένο πρόσωπο, που του φέρονται βάναυσα: δεν του έδιναν καμιά σημασία, στον είχαν για ~
3. (μειωτ.) (α) το ποδόσφαιρο: άλλη δουλειά δεν έχω, με το ~ θα ασχολούμαι τώρα;
(β) το κακής ποιότητας ποδόσφαιρο: αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι ~
.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 907