Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 18, 2015)

libri3αμβλύνοια (η)

(επίσ.) η νωθρότητα στη σκέψη και την αντίληψη, διανοητική βραδύτητα

ΣΥΝ. βραδύτητα, ηλιθιότητα – ΑΝΤ: οξύνοια, οξυδέρκεια

ditta x paroladellasettimanaΣχόλιο: λ. ανόητος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 133

Κατηγορίες
στήλες

Καλό μήνα από την “Περισκόπηση”

kalomina201505

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2015)

libri3Έργο (ἔργῳ) επίρρ. (αρχαιοπρ.)

  1. έμπρακτα, στην πράξη ΑΝΤ.: λόγω
  2. (ΝΟΜ) με πράξεις χειρονομίες, όχι με λόγια: ~ εξύβριση.

[ΕΤΥΜΟΛ.: <αρχ. ἔργῳ, δοτ. εν. του ουσιαστ. έργον. Χρήση συχνή στην Αττική πεζογραφία κατ’ αντιδιαστολή προς το λόγω]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β’ Έκδοση – Γ’ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη, σελίδα 669

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 16, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 16, 2015)

libri3επείσακτος, -η, -ο

(λογ.) αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα: ~ λέξεις. ΣΥΝ. αλλότριος, ξένος

{ΕΤΥΜ: αρχ. ἐπεισάγω < ἐπ(ι) + εἰσάγω}

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 641

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2015)

libri3Αλληλεγγύη (η)

[μτγν., χωρίς πληθ.] η σχέση αμοιβαίας ηθικής ή υλικής στήριξης μεταξύ ατόμων, συνήθ. στο πλαίσιο ενός συνόλου π.χ. οικογένειας, ομάδας, τάξης κλπ

ΣΥΝ: συμπαράσταση

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 123

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 13, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 13, 2015)

libri3Αμνήμων, -ων, άμνημον (αρχ.)

{αμνήμ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. –ονα)  1.αυτός που δεν έχει ισχυρή μνήμη 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που δέχθηκε: φάνηκε ~ απέναντι στον ευεργέτη του.

ΣΥΝ.: επιλήσμων, αγνώμων, αχάριστος

ΑΝΤ.: ευγνώμων

αμνημοσύνη (η)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 138