Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 34, 2015)

libri3Διαλείπων, -ούσα, -ον

[αρχ.] (για φυσικά ή ιατρικά φαινόμενα) αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται: διαλείπων σφυγμός || διαλείποντες πυρετοί || διαλείπουσα μανία / χωλότης || διαλείπον φως.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 485

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 33, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 33, 2015)

libri3ερίφης (ο) (ερίφηδες), ερίφησσα (η) (εριφισσών)

(λαϊκ.) πονηρός άνθρωπος που με υπολογισμούς προσπαθεί να ξεπεράσει τους υπόλοιπους

ΣΥΝ. κατεργάρης, εξυπνάκιας

 

[ΕΤΥΜ: <τουρκ. herif “άθλιος, ευτελής»}

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 671

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 32, 2015)

kyr201532

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 32, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 32, 2015)

libri3παλινδρομώ

ρ. αμετβ. [αρχ.] {παλινδρομείς…| παλινδρόμησα}

  1. κινούμαι εναλλάξ προς τα εμπρός και προς τα πίσω
  2. (μτφ) μεταβάλλω συνεχώς γνώμη, δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη, συχνά και την αντίθετη, άποψη.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1307

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 31, 2015)

kyr-210531

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 31, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 31, 2015)

libri3παρασάνταλος, -η, -ο

(λαϊκ. – εκφραστ.) αυτός που είναι ανακόλουθος, που του λείπει η συγκρότηση και η τάξη (ειδικοτ. για προσ.) αυτός που δε μετρά τα λόγια και τις πράξεις του: ~ γυναίκα. ΣΥΝ. (λαϊκ) ατσούμπαλος, άτσαλος (λογ.) ατάσθαλος, (καθημ.) ακατάστατος

ΕΤΥΜ: < παρα + -σάνταλος < σαντάλι / σανδάλι)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1335

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 30, 2015)

kyr-201530

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση