Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 32, 2015)

libri3παλινδρομώ

ρ. αμετβ. [αρχ.] {παλινδρομείς…| παλινδρόμησα}

  1. κινούμαι εναλλάξ προς τα εμπρός και προς τα πίσω
  2. (μτφ) μεταβάλλω συνεχώς γνώμη, δέχομαι πότε τη μία και πότε την άλλη, συχνά και την αντίθετη, άποψη.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1307