Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 15, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 15, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 15, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΧειραγωγώ

ρ. μετβ. [μτγν] {χειραγωγείς…. | χειραγώγ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος}
1. (κυριολ. – σπάν.) δείχνω το δρόμο σε (κάποιον) πιάνοντας τον από το χέρι: ~ τυφλό
2. (συνήθ. μεταφ – κακοσ.) οδηγώ κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω – και κατ’ επέκτ. – επιβάλλω σε κάποιον την εξουσία μου: χειραγωγημένα πλήθη || οι δημαγωγοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον λαό / τις μάζες
ΣΥΝ.: ποδηγετώ, επιβάλλομαι, κυριαρχώ

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1944

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΕφεκτικός, -η, -ο

αυτός που παρουσιάζει δισταγμό, που αμφιταλαντεύεται και εκφράζει επιφυλάξεις.
ΣΥΝ.: διστακτικός, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, αναβλητικός
ΦΡ. ΦΙΛΟΣ.: εφεκτικός φιλόσοφος καθένας από τους σκεπτικούς φιλοσόφους, οι οποίοι φρονούσαν ότι ήταν αδύνατη η γνώση των πραγμάτων. Σχόλιο: λ. Έχω.

ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. επέχω “συγκρατώ, διστάζω”

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 699

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 13, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα…. (εβδομάδα 11, 2018)

άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 11, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 11, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΚιβδηλεύω

ρ. μτβ [αρχ.] {μόνο σε ενεστ. και παρατ.} (αρχαιοπρ)
1. κάνω νοθεία, παραποιώ σκοπίμως ευγενή μέταλλα ή (κυρ.) νομίσματα, στοχεύοντας στην απόκτηση προσωπικού κέρδους μέσω της νοθείας. ΣΥΝ.: νοθεύω, παραποιώ, παραχαράσσω
2. (μτφ. για συναισθήματα, αρετές) καθιστώ (κάτι) ευτελές, αλλοιώνω την υφή, τη χαρακτηριστική του ποιότητα. ΣΥΝ.: ψευτίζω, εξευτελίζω

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 889

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 10, 2018)

άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση