Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Χειραγωγώ
ρ. μετβ. [μτγν] {χειραγωγείς…. | χειραγώγ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος}
1. (κυριολ. – σπάν.) δείχνω το δρόμο σε (κάποιον) πιάνοντας τον από το χέρι: ~ τυφλό
2. (συνήθ. μεταφ – κακοσ.) οδηγώ κάποιον στην κατεύθυνση που θέλω – και κατ’ επέκτ. – επιβάλλω σε κάποιον την εξουσία μου: χειραγωγημένα πλήθη || οι δημαγωγοί προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον λαό / τις μάζες
ΣΥΝ.: ποδηγετώ, επιβάλλομαι, κυριαρχώ
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1944
Εφεκτικός, -η, -ο
αυτός που παρουσιάζει δισταγμό, που αμφιταλαντεύεται και εκφράζει επιφυλάξεις.
ΣΥΝ.: διστακτικός, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, αναβλητικός
ΦΡ. ΦΙΛΟΣ.: εφεκτικός φιλόσοφος καθένας από τους σκεπτικούς φιλοσόφους, οι οποίοι φρονούσαν ότι ήταν αδύνατη η γνώση των πραγμάτων. Σχόλιο: λ. Έχω.
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. επέχω “συγκρατώ, διστάζω”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 699
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κιβδηλεύω
ρ. μτβ [αρχ.] {μόνο σε ενεστ. και παρατ.} (αρχαιοπρ)
1. κάνω νοθεία, παραποιώ σκοπίμως ευγενή μέταλλα ή (κυρ.) νομίσματα, στοχεύοντας στην απόκτηση προσωπικού κέρδους μέσω της νοθείας. ΣΥΝ.: νοθεύω, παραποιώ, παραχαράσσω
2. (μτφ. για συναισθήματα, αρετές) καθιστώ (κάτι) ευτελές, αλλοιώνω την υφή, τη χαρακτηριστική του ποιότητα. ΣΥΝ.: ψευτίζω, εξευτελίζω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 889
άν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση