Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 4, 2018)

Ευένδοτος, -η, -ο [αρχ.]

1. αυτός που ενδίδει εύκολα ΑΝΤ. Ανένδοτος (μτφ) 2. αυτός που υποχωρεί εύκολα στην πίεση 3. ηθικά μαλθακός, ευάλωτος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 687

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 3, 2018)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

 

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 3, 2018)

διαγκωνισμός (ο) [1888] (λογ.)

1. η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος, με σπρωξίματα
2. (μτφ) ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ συνδιεκδικητών: ο ~ χιλιάδων υποψηφίων για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ.
[ΕΤΥΜ.: το μτγν. διαγκωνισμός σήμαινε “σπρώξιμο με τους αγκώνες”]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 478

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 2, 2018)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 2, 2018)

ορμέμφυτος, -η, -ο

αυτός που προέρχεται από ένστικτο και όχι από λογική επεξεργασία
κυρ. το ουδ ορμέμφυτο (το) [1805] ένστικτο – ορμεμφύτως επίρρ. [1885]
ΕΤΥΜ.: < ορμή + έμφυτος , απόδοση του γαλ. instinct (βλ. κ. ένστικτο)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1277

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 1, 2018)

βαυκαλίζω
ρ. μετβ. {βαυκάλισ-α, -τηκα (λογ. – θηκα), – μένος}
εξαπατώ ή καθησυχάζω (κάποιον) με ψεύτικες υποσχέσεις ή καλλιεργώντας μάταιες προσδοκίες: βαυκαλίζει τον λαό με υποσχέσεις και μεγαλοστομίες || (μεσοπαθ.) βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι του παρείχαν υποστήριξη, όταν τη χρειαζόταν. – βαυκάλισμα (το) (μτγν.)

ΕΤΥΜ.: μτγν. παράλλ. τ. του συνώνυμου βαυκαλῶ (-άω) αβεβ. ετύμου προφανώς συνδ. με το αρχ. βαυβῶ “κοιμίζω, νανουρίζω” < βαῦ βαῦ [αρχ. προφορά bau bau] μίμηση του γαυγίσματος του σκύλου (λ. της παιδικής γλώσσας], πβ. λατ. Baubor “γαυγίζω”. Η ενδιαφέρουσα άποψη ότι βαυκαλώ < βαῦ + κηλῶ “μαγεύω, τέρπω” προσκρούει στο βραχύ -α- του ρ. βαυκᾶλῶ]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 353

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 52, 2017)