Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 24, 2014)

Κλοτσοσκούφι (το) {χωρ. γενική}libri3

.

1. (παλαιότ) παιδικό παιχνίδι, που παίζονταν με το κλώτσημα σκούφου
2. (μτφ) το περιφρονημένο πρόσωπο, που του φέρονται βάναυσα: δεν του έδιναν καμιά σημασία, στον είχαν για ~
3. (μειωτ.) (α) το ποδόσφαιρο: άλλη δουλειά δεν έχω, με το ~ θα ασχολούμαι τώρα;
(β) το κακής ποιότητας ποδόσφαιρο: αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι ~

.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 907

Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 22, 2014)

Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 22, 2014)

Ανερμάτιστος, -η, -οlibri3

1. αυτός που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα και σαφή προσανατολισμό, που μεταβάλλει εύκολα τις ιδέες του : άνθρωπος ~ ηθικά, δεν δίσταζε να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να αναδειχθεί ο ίδιος. ΣΥΝ: αλλοπρόσαλος, ασταθής

2. αυτός που γίνεται με επιπολαιότητα, χωρίς μελέτη και σαφή προγραμματισμό: ~ πολιτική – ανερμάτιστα επιρρ.

[ΕΤΥΜ. Αρχ. ἀν- στερητ. + ἑρματίζω “τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα” < ἓρμα “σαβούρα – υποστήριγμα πλοίων, όταν αυτά βρίκονται στην ξηρά (βλ.λ)]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 182

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 19, 2014)

από την 18η Συνάντηση Χορωδιών, που έγινε χθες στην Αλεξάνδρεια. Τα λόγια είναι περιττά!

 

Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 19, 2014)

libri3Μουβιόλα (η) {χωρίς πληθ.}

ειδικό μηχάνημα με το οποίο γίνεται το μοντάζ κινηματογραφικής ταινίας

(ΕΤΥΜ. < αγγλ. Moviola, εμπορική ονομασία)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1125

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 18, 2014)

Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Καλό μήνα από την Περισκόπηση

magg14augu

Κατηγορίες
στήλες Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2014)

libri3Ρελάνς (η)

1. (σε χαρτοπαίγνιο) η μεγάλη αύξηση του χρηματικού ποσού που ποντάρει (κάποιος), συνήθ. ο διπλασιασμός του ποσού που έχει ποντάρει ο αντίπαλος: κάνω ~

2. (μτφ) το να επανέρχεται κανείς σε κάτι με δυναμικότερο τρόπο

{ΕΤΥΜ. < γαλλ. Relance “νέα ώθηση < ρ. Relancer “ξαναρίχνω, ξαναθέτω σε κίνηση” < re “ανα-, ξανα-” + lancer “ρίχνω”, μτγν. Λατ. Lanceare “λογχίζω” (<λατ. Lancea, “λόγχη”)}

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1534

Κατηγορίες
στήλες

Περί μετρήσεων, στοιχείων που …εντέχνως παραλείπονται και άλλων

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΑΝΟΗΤΟ & ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΟΚΟΥΝ ΑΦΗΓΗΘΕΝ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΜΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ!

Με το θέμα των μετρήσεων δεν είχαμε ασχοληθεί με τρόπο “ενεργό”, ούτε και πρόκειται να ασχοληθούμε στο μέλλον. Δεν είναι κάτι που μας αφορά.

.

alexa1perisk.

Επειδή όμως έχουν δημοσιευτεί πολλά πράγματα – τα οποία όμως έχουν ΚΕΝΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ, …

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 14, 2014)