Κι όμως έχουν! Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, την πειρατεία, τον Τσέχοφ, τον Κολοκοτρώνη, μια λαϊκή αγορά, το χαβιάρι και ένα αρπακτικό πουλί τους ενώνει ένα πρόσωπο: ο Ιωάννης Λεοντής ή Ιβάν Αντρέιβιτς Βαρβάτσι ή πιο γνωστός στο ευρύ κοινό Ιωάννης Βαρβάκης.
Τα ονόματά του δείχνουν και τη ζωή του την ίδια. Ξεκίνησε ως μούτσος στο καράβι του πατέρα του γύρω στα 1760. Και μέχρι τα 18 του είχε αποκτήσει το δικό του καράβι. Και επειδή τα χρόνια εκείνα το Αιγαίο είχε κάτι από… Καραϊβική (δηλαδή πολλούς πειρατές που δρούσαν για λογαριασμό Άγγλων, Γάλλων κλπ), ο Ιωάννης Λεοντής έγινε και αυτός πειρατής που λεηλατούσε το Αιγαίο.
Τότε αποφασίζει να υιοθετήσει για επώνυμό του το παρατσούκλι που του είχαν “κολλήσει” όταν ήταν μικρός : Βαρβάκης. Εκ του αρπακτικού “βαρβάκι”, του γερακιού Ιέραξ ο οξύπτερος, που ενδημούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στα Ψαρά.
Περίπου στα 25 του θέτει εαυτόν στην υπηρεσία του Ρωσικού Πολεμικού Ναυτικού, συμμετέχοντας ενεργά στα Ορλωφικά και στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο. Όταν ο πόλεμος τελειώνει οι Τούρκοι τον έχουν στο μάτι για το σύνολο της έως τότε δραστηριότητάς του. Κι όταν πήγε στην Πόλη για να πουλήσει ένα καράβι, οι Τούρκοι κατάσχουν το καράβι και αυτός φεύγει δραπέτης από την Πόλη με κατεύθυνση στην Οδησσό. Άφραγκος και διωκόμενος λοιπόν…
Εκεί ξεκινά μια άλλη ζωή, που θα τον οδηγήσει στα μεγάλα σαλόνια της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Η προϋπηρεσία του στο Ρώσικο ναυτικό του ανοίγει πόρτες. Βασικά μια ήταν η πόρτα η καλή: αυτή της Αικατερίνης της Μεγάλης. Επεδίωξε να τη συναντήσει, πήγε στην Πετρούπολη και τη συναντά (οι κακές γλώσσες λένε ότι μεσολάβησε ένας γνωστός του που ήταν εραστής της αλλά και η φήμη που ο Βαρβάκης ήδη είχε λόγω της προηγούμενης σχέσης του με το Ρωσικό ναυτικό).
Η Αικατερίνη του παραχωρεί το δικαίωμα ατελούς αλιείας στην Κασπία. Ο Βαρβάκης ονομάζεται πλέον Ιβάν Αντρέιβιτς Βαρβάτσι και ασχολείται με την αλιεία και το εμπόριο χαβιαριού.
Ο μύθος – που πρέπει να είναι κι η αλήθεια τελικά – λέει πως το χαβιάρι ήταν ο τοπικός μεζές που τον εκτιμούσαν πολύ άπαντες, πλούσιοι και φτωχοί. Όμως δεν γίνονται να φτάσει από το Αστραχάν της κεντρικής Ασίας μέχρι τη Μόσχα όλες τις εποχές του χρόνου. Ήταν αδύνατο να συντηρηθεί το χαβιάρι για τόσο μεγάλο ταξίδι, αν δεν ήταν χειμώνας.
Ο Ιβάν Αντρέιβιτς Βαρβάτσι βρίσκει τον τρόπο να μεταφέρει το χαβιάρι σε μακρινές αποστάσεις κάθε εποχή του χρόνου κάνοντας δοκιμές, βάζοντάς το σε βαρέλια από διάφορα ξύλα. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να διακινηθεί είναι να το τοποθετήσουν μέσα σε βαρέλια από ξύλο φλαμουριάς (μη πορώδες ξύλο), μαζί με κάποιο βότανο που ποτέ δεν είπε σε κανέναν πιο ήταν! Αυτός ο συνδυασμός ήταν άλλωστε το μυστικό της επιτυχίας του, αυτό που τον έκανε πλούσιο και που του έδωσε τη δυνατότητα – μετά από άδεια της Αικατερίνης – να διακινεί το χαβιάρι σε όλο τον κόσμο.
Με τα πολλά ο Βαρβάκης γίνεται πολύ πλούσιος, τα μεγάλα σαλόνια ανοίγουν πλέον διάπλατα και γνωρίζεται με έναν άλλο Έλληνα που διέπρεπε την εποχή εκείνη στη Ρωσία. Με τον μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας του μιλά για την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα την ανεξαρτησία της, ο Βαρβάκης μπαίνει στα ανώτερα κλιμάκια της Φιλικής Εταιρίας, το ένα φέρνει το άλλο και για τις ανάγκες της οργάνωσης μετακομίζει στην πόλη Τανγκαρόγκ.
Όπου πήγαινε ο Βαρβάκης δεν άφηνε τον τόπο χωρίς να κάνει κάτι. Μεταξύ πολλών πραγμάτων που έκανε ήταν δρόμοι, εκκλησίες, φράγματα, νοσοκομεία, σχολεία. Σε ένα από τα σχολεία που ίδρυσε ο Βαρβάκης φοίτησε πολλά χρόνια μετά και ο διάσημος συγγραφέας Αντόν Τσέχοφ.
Γυρίζει στην Ελλάδα, συνεργάζεται με οπλαρχηγούς όμως το αιώνιο μας πρόβλημα είναι ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας! Σε μια τέτοια περίοδο έτυχε να βρεθεί ο Βαρβάκης στην Ελλάδα και η προσπάθειά του να τα βρουν οι οπλαρχηγοί μεταξύ τους δεν ευοδώνεται. Μόνο ο Κολοκοτρώνης δέχεται να τον δει, ένας ακόμη από αυτούς τους λίγους που έβλεπαν μακριά και σίγουρα πέρα από τη βόλεψή τους και την προσωπική τους ανέλιξη.
Η προσφορά του Βαρβάκη στον Αγώνα ήταν τεράστια. Είχε δώσει απίστευτα ποσά στη Φιλική Εταιρία, εξόπλισε στρατιωτικά τμήματα, έδωσε λεφτά για εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου, προσπάθησε με κάθε τρόπο να αναγεννηθούν τα Ψαρά (η ιδιαίτερη πατρίδα του που ισοπεδώθηκε στις 21 Ιουνίου 1824 από τους Οθωμανούς και τμήμα Τουρκαλβανών).
Πέθανε τον Γενάρη του 1825. Το Βουλευτικό (η τότε Βουλή, ας πούμε) με ψήφισμά του τον αναγόρευσε ως μέγα ευεργέτη του Έθνους.
Η διαθήκη του ήταν μια συνέχεια της ζωής του. Το ποσό που άφησε πίσω του ήταν τεράστιο: άφησε 1 εκατομμύριο ρούβλια κληροδότημα για την ίδρυση του Βαρβακείου Λυκείου και μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Η γνωστή “Βαρβάκειος Αγορά” που ακούμε συνεχώς στα ρεπορτάζ της τηλεόρασης είναι ένα από τα δημόσια κτήρια που χτίστηκαν μετά το θάνατό του, με τα λεφτά της διαθήκης.
Αυτή ήταν εν τάχει (και χωρίς πολλές λεπτομέρειες) η ταραχώδης και άκρως εντυπωσιακή ζωή του Ιωάννη Λεοντή ή Ιβάν Αντρέιβιτς Βαρβάτσι ή Ιωάννη Βαρβάκη. Του ανθρώπου που έκανε την υψηλή κοινωνία της εποχής του να τρώει χαβιάρι όλες τις εποχές του χρόνου…