Θρασομανώ (κ. -άω) ρ. αμτβ. {θρασομανείς… · μόνο σε ενεστ. κ παρατ.}
1. (για φυτά) αναπτύσσομαι γρήγορα, βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά ΣΥΝ. θρασεύω, φουντώνω, θεριεύω
2. (μφτ.) εξαπλώνομαι γρήγορα και εντυπωσιακά: “…φυσικά η επιδημία των ναρκωτιών θρασομανάει από καιρό και είναι γνωστή στους πάντες έμμεσα ή άμεσα” (Μ. Πλωρίτης)
3. ενεργώ και συμπεριφέρομαι με θράσος
ΕΤΥΜ. < θράσος + -μανώ <-μανής < μαίνομαι
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 758