Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2014)

libri3Θρασομανώ (κ. -άω) ρ. αμτβ. {θρασομανείς… · μόνο σε ενεστ. κ παρατ.}

1. (για φυτά) αναπτύσσομαι γρήγορα, βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά ΣΥΝ. θρασεύω, φουντώνω, θεριεύω

2. (μφτ.) εξαπλώνομαι γρήγορα και εντυπωσιακά: “…φυσικά η επιδημία των ναρκωτιών θρασομανάει από καιρό και είναι γνωστή στους πάντες έμμεσα ή άμεσα” (Μ. Πλωρίτης)

3. ενεργώ και συμπεριφέρομαι με θράσος

 

ΕΤΥΜ. < θράσος + -μανώ <-μανής < μαίνομαι

 

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 758