Όξυνση (η) [1802] {-ης κ. -ύνσεως | -ύνσεις, – ύνσεων}
![](https://4.bp.blogspot.com/_7u6pg4EMmVw/TGhazL11i_I/AAAAAAAADu0/tZCOX7o3_Wo/s400/ilexi+tis+evdomadas.png)
1. Το να φθάνει μια κατάσταση σε κρίσιμο σημείο, η επιδείνωση: ~ των μεταγχειρητικών επιπλοκών || ~ των ενδοοικογενειακών / διακρατικών σχέσεων. ΣΥΝ. χειροτέρευση, εκτράχυνση
ΑΝΤ. άμβλυνση εξομάλυνση, εκτόνωση
2. η αύξηση της έντασης (ενός κακού), η έξαψη (πάθους): ~ ρατσισμού / ξενοφοβίας ΑΝΤ. ύφεση Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 1263