Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ (εβδομάδα 32η)


Όξυνση (η) [1802] {-ης κ. -ύνσεως | -ύνσεις, – ύνσεων}

1. Το να φθάνει μια κατάσταση σε κρίσιμο σημείο, η επιδείνωση: ~ των μεταγχειρητικών επιπλοκών || ~ των ενδοοικογενειακών / διακρατικών σχέσεων. ΣΥΝ. χειροτέρευση, εκτράχυνση
ΑΝΤ. άμβλυνση
εξομάλυνση, εκτόνωση
2.
η αύξηση της έντασης (ενός κακού), η έξαψη (πάθους): ~ ρατσισμού / ξενοφοβίας ΑΝΤ. ύφεση

Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’ έκδοση – γ’ ανατύπωση, σελίδα 1263