Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2019)

Πανδαμάτωρ (ο)

{πανδαμάτ-ορος, -ορα | -ορες, -όρων} πανδαμάτειρα (η) {πανδαματειρών}
(αρχαιοπρ.) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα˙ κυρ. στη φρ. πανδαμάτωρ χρόνος (Σιμωνίδης 4.5.) ο χρόνος όλα τα νικά, όλα τα δαμάζει.

ΕΤΥΜ: αρχ. < παν + -δαμάτωρ < θ. δαμα- του ρ. δάνημι “δαμάζω”.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1311

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2019)

Εμφαίνω

ρ. μτβ. (μόνο στον ενεστώτα)

προβαίνω στη δήλωση, φανερώνω: απαιτείται βεβαίωση που εμφαίνει σε ποιον ανήκει η κυριότητα του οικοπέδου
ΣΥΝ.: δηλώνω, δείχνω
ΣΧΟΛΙΟ: λ. απόφαση
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἐν + φαίνω / – ομαι

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 599

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 37, 2019)

Παυσίλυπος, -ή, -ό (λογ.)

αυτός που περιορίζει τη στεναχώρια, που μειώνει την ένταση της λύπης.

ΕΤΥΜ.: αρ.χ < παυσι- (< παύω, πβ. παῦσ-ις) + -λυπος < λύπη.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1360

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36, 2019)

Εύβουλος, -ή, -ό (αρχαιοπρ.)

αυτός που έχει την ικανότητα να σκέπτεται ορθά και με σύνεση

ΣΥΝ.: συνετός, φρόνιμος, σώφρων, νουνεχής ΑΝΤ.: ασύνετος, άφρων, άκριτος, απερίσκεπτος
ευβούλως επιρρ. (μτγν) – ευβουλία (η) (αρχ.)

ΕΤΥΜ.: αρχ < εὐ + -βουλος < βουλή “σκέψη, απόφαση”

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 685

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 34, 2019)

Αψίκορος, -η, -ο

1. αυτός που χορταίνει γρήγορα, που φθάνει σύντομα στον κορεσμό
2. αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση
– επίρρ. αψίκορα ΣΧΟΛΙΟ: λ. Κουτσός

ΕΤΥΜ.: <αρχ. ἀψίκορος < ἀψι (<ἂπτω) + κόρος < κορέννυμι “χορταίνω” (βλ.λ. κορεσμός)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 335

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 33, 2019)

Ληψοδοσία (η) [ληψοδοσιών]

(λογ.) η εμπορική συναλλαγή ΣΥΝ.: δοσοληψία, αγοραπωλησία, (λαϊκ.) πάρε-δώσε, αλισβερίσι.
ΕΤΥΜ: < ληψο- (λήψη) + δοσία (<δόση)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1009

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 32, 2019)

Διακυβεύω
ρ. μετβ. {διακύβευ-σα, – θηκα, -μένος} (λογ.)
1. θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή εγχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα: – τα συμφέροντά μου / τη ζωή μου / την ειρήνη / τα πάντα
(ΣΥΝ.: ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω)

2. (μεσοπαθ. διακυβεύομαι) εκτίθεμαι σε κίνδυνο, απειλούμαι: διακυβεύεται η ασφάλεια και η σταθερότητα της χώρας || διακυβεύονται σημαντικά ποσά.
Διακύβευση (η) [1852]
ΕΤΥΜ: μτγν. δία + κυβεύω “παίζω ζάρια – διακινδυνεύω < κύβος “ζάρι”

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 485

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 31, 2019)

Νεοφυής, -ής, -ές
{νεοφυ-ούς | -είς (ουδ. -ής} αυτός που φύτρωσε και βλάστησε πρόσφατα: ~ άνθη

σχόλιο: -ης, -ης, -ες.
ΕΤΥΜ.: μτγν. νέο + -φυής < φύω, φύωμαι

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1174

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 29, 2019)

Εξοβελίζω
ρ. μτβ. [1814] {εξοβέλισ-α, -τηκα, (λογ.) -θηκα, -μένος}

1. ΦΙΛΟΛ. θέτω μεταξύ οβελών (φράση ή λέξη), συνήθ. αρχαίου κειμένου, και κατά συνέπεια την απορρίπτω, θεωρώντας την νόθο στοιχείο ή παρέμβλητη. ΣΥΝ.: αθετώ
2. (μτφ) αποβάλλω, διώχνω: προσπάθησε να εξοβελίσει από το κόμμα οποιονδήποτε εξέφραζε αντίθετη άποψη. – εξοβελισμός (ο)

ΕΤΥΜ.: <εξ + οβελίζω (βλ.λ.)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 630

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2019)

Εμπεδώνω
ρ. μετβ. (εμπέ-δωσα, -θηκα, -μένος)

1. καθιστώ (κάτι) ασφαλές, σίγουρο και σταθερό, οργανώνω σε πιο συμπαγή μορφή: η δημοκρατία εμπεδώνεται στην πράξη με τη συμμετοχή του πολίτη
ΣΥΝ.: στερεώνω, σταθεροποιώ, εδραιώνω
2. (μτφ) κατανοώ (κάτι) πλήρως, το κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω: με επαναλήψεις και εξάσκηση θα εμπεδώσει τις γνώσεις του.
ΕΤΥΜ: < αρχ. ἐμπεδῶ (-όω) “επιβεβαιώνω, επικυρώνω” < ἔμπεδος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 595

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2019)

άθυρμα (το)

{αθύρμ-ατος | -ατα, -άτων}

1. (λογ) αυτό με το οποίο παίζει κανείς, το παιχνίδι
2. (μεταφ.) ο άνθρωπος που χρησιμοποιείται σαν παιχνίδι στα χέρια των άλλων, που άγεται και φέρεται, που δεν διαθέτει δική του βούληση: ~ της μοίρας || ~ πολιτικού πάτρωνα.
αθυρματοποιός (ο) [1897] αθυρματοπιοία (η)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 83

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 24, 2019)

μεμπτός -ή, -ό

αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να κατακριθεί: δεν έβρισκε τίποτε ~ στη συμπεριφορά του.
ΣΥΝ: αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος, επιλήψιμος, αξιόμεμπτος
ΕΤΥΜ: μέμφομαι βλ.λ.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 1071

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 23, 2019)

Παραδοχή (η)

1. η αναγνώριση της ορθότητας (γνώμης ή πράγματος): οι επισημάνσεις του έτυχαν γενικής ~ || ~ της ενοχής / της αποτυχίας / των ελαττωμάτων μου || ~ της ανωτερότητας κάποιου
ΣΥΝ. Αποδοχή, ομολογία, αναγνώριση ΑΝΤ. Άρνηση, απόρριψη

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 22, 2019)

Ειλητάριο (το) [ειληταρί-ου | -ων]

ΕΚΚΛΗΣ. Στενή και επιμήκης λωρίδα παπύρου ή και περγαμηνής που τυλίγονταν γύρω από τον κοντό (κυλινδρικό ξύλο), ώστε μπορούσε να ξεδιπλώνεται και να διπλώνεται, και που χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή σε αυτήν της Θείας Λειτουργίας και την ανάγνωση των Ευχών από τον ιερέα: Ιεράς Μονής Πάτμου ~ Λειτουργίας Ιωάννου του Χρυσοστόμου

ΕΤΥΜ: < μτγν. Εἰλητάριον, αρχική σημ. “περιτύλιγμα” < ειλητός < αρχ. εἰλέω “συστρέφω, τυλίγω” βλ. κ. εἰλεός”

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β” έκδοση, Γ” ανατύπωση (2006), σελίδα 558

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 13, 2019)

Δημηγορία (η) {δημηγοριών}

1. (επίσ.) πολιτική αγόρευση, ομιλία πολιτικού σε συγκεντρωμένο πλήθος ΣΥΝ.: λόγος
2. (ειδικοτ.) συμβουλευτικός ρητορικός λόγος που εκφωνούσαν σημαίνουσες πολιτικές, στρατιωτικές και πνευματικές προσωπικότητες ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου • ως είδος άνθησε τον 5ο αι. π. Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την έντεχνη διάταξη των επιχειρημάτων: οι ~ του Αλκιβιάδη, όπως τις παραθέτει ο Θουκυδίδης.

δημηγορικός, -ή, -ό (αρχ.), δημηγορώ ρ. (αρχ) {… -είς}

ΕΤΥΜ: αρχ. <δημηγόρος < δῆμος + -ήγορος (με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει < ἀγορά)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 470