Πανδαμάτωρ (ο)
{πανδαμάτ-ορος, -ορα | -ορες, -όρων} πανδαμάτειρα (η) {πανδαματειρών}
(αρχαιοπρ.) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα˙ κυρ. στη φρ. πανδαμάτωρ χρόνος (Σιμωνίδης 4.5.) ο χρόνος όλα τα νικά, όλα τα δαμάζει.
ΕΤΥΜ: αρχ. < παν + -δαμάτωρ < θ. δαμα- του ρ. δάνημι “δαμάζω”.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1311