εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2015)
Εμμονή (η) [αρχ]
1. η σταθερή και αμετακίνητη προσήλωση σε πεποίθηση ή στάση (συνήθ. παρά τις αρνητικές συνθήκες): έδειξε μεγάλη ~ στην υποστήριξη της πρότασης αυτής || η ~ στο θέμα καταντά παρεξηγήσιμη ΣΥΝ.: επιμονή ΑΝΤ.: χαλαρότητα, αδιαφορία, υπαναχώρηση, διαλλακτικότητα
2. (συνεκδ.) η ίδια η πίστη ή στάση κλπ στην οποία εμμένει κανείς: δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις ~ του.
σχόλιο: λ. μένω
[ΕΤΥΜ: αρχ < ἐμμένω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 595
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 26, 2015)
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2015)
αιφνιδιάζω ρ. μτβ [μεσν] (αιφνιδίασ-α, -τηκα, -μένος)
1. ενεργώ κατά τρόπο που προλαβαίνει ή ανατρέπει τις αντιδράσεις και τους υπολογισμούς των άλλων, δημιουργώντας απρόοπτο και ξαφνικό αποτέλεσμα: η άφιξή του αιφνιδίασε τους πάντες || τα νέα μέτρα του υπουργείου αιφνιδίασαν την αγορά. ΣΥΝ.: ξαφνιάζω, εκπλήσσω
2. (ειδικ.) εκτελώ στρατηγική κίνηση εναντίον αντιπάλου, προκειμένου να προλάβω τις κινήσεις και τις αντιδράσεις του: η αστυνομία αιφνιδίασε τους κακοποιούς στήνοντάς τους ενέδρα || με μια γρήγορη κίνηση κατάφερε να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα.
– αιφνιδιαστικός, -ή, -ό / αιφνιδιαστικά, -ως (ως επίρρ.)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 96
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 25, 2015)
[1871] {-ης κ. -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} η προβολή απαίτησης ανταποδοτικά προς απαίτηση που προβάλλει άλλος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 199
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (24, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 24, 2015)
{1880| -ης & -ώσεως | χωρίς πληθυντικό}. η εξασθένηση της αντιληπτικότητας και της ζωντάνιας κάποιου: η ~ από τα ναρκωτικά.
ΣΥΝ.: αποβλάκωση, απονάρκωση. – αποχαυνωτικός, -η, -ο. αποχαυνωτικά (επιρρ).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 262
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (23, 2015)
εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 23, 2015)
ρ. μτβ. {στάθμισ-α, -τηκα, -μένος} 1. προσδιορίζω το βάρος σε (κάτι), ζυγίζω 2. χρησιμοποιώ τη στάθμη, για να καθορίσω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση σε (κάτι) ΣΥΝ. αλφαδιάζω 3. (μφτ) μελετώ προσεκτικά και αξιολογώ (πριν καταλήξω σε οριστικές αποφάσεις): στάθμισε τα υπέρ και τα κατά της συνεργασίας και αποφάσισε να δεχθεί – στάθμιση (η)
ΕΤΥΜ.: μτγν. < αρχ. στάθμη]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1643