Κατηγορία: στήλες
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2017)
ενσκήπτω
ρ. αμτβ. [ενέσκηψα) (για δυσμενή φαινόμενα) εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή: θύελλα / επιδημία / δριμύ ψύχος ενέσκηψε στη χώρα μας.
ΣΧΟΛΙΟ λ. Εγκύπτω
ΕΤΥΜ.: αρχ. Έν + σκήπτω “επιπίπτω, ενορμώ, πέφτω με ορμή” βλ.λ. σκήπτρο
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 615
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 40, 2017)
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2017)
συνδαυλίζω κ. (λαϊκ.) συδαυλίζω
ρ. μτβ. [συδαύλισ-α, -τηκα (λογ. –θηκα), -μένος
1. σκαλίζω τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά
2. (μτφ.) υποδαυλίζω (βλ.λ.): με την αρθογραφία του συνδαυλίζει τα πολιτικά πάθη
– συνδαύλιση (η) [1857] κ. συνδαύλισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < συν + δαυλίζω < δαυλός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1698
Ένα σκίτσο τη βδομάδα (εβδομάδα 39, 2017)
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 39, 2017)
[μτγν.] 1. αυτός που κινείται από άλλον, που δεν μπορεί να κινηθεί από μόνος του: η ανόργανη ύλη είναι ~ ΑΝΤ.: αυτοκίνητος
2. (μτφ) αυτός που δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία, αλλά δρα κατά τη θέληση άλλου και σύμφωνα με τις εντολές του: ~ πράξη / ενέργεια ΣΥΝ.: ξενοκίνητος, βαλτός.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 681
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
(λογ.) πολύ φανερός, αυτός που διακρίνεται με την πρώτη ματιά, που γίνεται αμέσως αντιληπτός: ~ κίνδυνος / συμφέρον / αποτέλεσμα / ανησυχία / ανάγκη || ωστόσο, από την ~ αυτή αλήθεια πολλοί υπεκφεύγουν για λόγους ιδεαλισμού ή δόγματος (εφημ.)
ΣΥΝ: ολοφάνερος, προφανής, πασίδηλος, κατάδηλος. ΑΝΤ άδηλος, αφανέρωτος, ανομολόγητος, κρυφός. – προδήλως επίρρ. (αρχ.)
ΕΤΥΜ: (αρχ) < προ + δῆλος “φανερός, προφανής”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1475
Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 37, 2017)
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 37, 2017)
(Μτγν.) μαρασμώδ-ους |-εις (ουδ. -η)
Αυτός που έχει εξασθενήσει ή ξεπέσει σε μεγάλο βαθμό, που βρίσκεται σε παρακμή: ~ κατάσταση (στο εμπόριο, στις συναλλαγές, στην οικονομία κλπ)
ΣΥΝ.: μαραζιασμένος, μαραμένος, άτονος ΑΝΤ.: ζωηρός, νευρώδης, σφριγηλός, αμαίος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1048
Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση