.
Κατηγορία: στήλες
Συνεπαγωγή (η) [1896]
1. αυτό που προκύπτει ως λογικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα από κάτι άλλο ή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεσή του,
2. ΜΑΘ. Η πρόταση που προκύπτει από δυο άλλες προτάσεις α και β και έχει μορφή “αν α, τότε β”.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη πρωτοαπαντά στη νέα Ελληνική με την αρχαία σημασία (του ρ. Συνεπάγω) “συγκέντρωση όπλων και εφοδίων”. Οι σημερινές σημασίες οφείλονται στους όρους επάγω – επαγωγή (βλ.λ.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1702
Γιατί (για πολλοστή φορά) οι αρχαίοι είχαν δίκιο: ουκ εν τω πολλώ το ευ. Λίγα λόγια μόνο!
Μέτρα για το κάπνισμα, γενική απαγόρευση της (κακιάς, κάκιστης) συνήθειας, υψηλά πρόστιμα σε καπνιστές και καταστηματάρχες που συνεχίζουν κ.ο.κ….
Μια σειρά από βλακείες, ούτως ώστε κάποιοι να κρύψουν 3 ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ανεπάρκειές τους: 1) την ανικανότητά τους να κάνουν οποιονδήποτε να κατανοήσει, δια μέσου διαφόρων δράσεων ή ακόμη και του σχολείου, ότι καπνίζοντας φλερτάρει επικίνδυνα και στενά με τον καρκίνο και με μια σειρά από άλλες σοβαρές ασθένειες 2) την αντιδημοκρατικότητά τους, αφού πρόκειται περί ενός καθαρά χουντικού μέτρου το οποίο επιβάλλεται με το στανιό (γιατί αν σήμερα απαγορεύεται το κάπνισμα, αύριο θα απαγορευτούν, δια νόμου φυσικά, άλλα ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ πράγματα!), 3) την… “αγωνία” τους για την υγεία των πολιτών (μάλλον πρόκειται περί αγωνίας εισπρακτικού χαρακτήρα και τίποτε περισσότερο).
Αν πραγματικά ήθελαν να παρουσιάσουν έργο και να κάνουν καλό (και τώρα ομιλώ ως καπνιστής!), τότε θα μπορούσαν:
Διχογνωμία (η) [1856]
η ύπαρξη αντίθετων γνωμών, η διάσταση απόψεων
ΣΥΝ. διαφωνία, αντιγνωμία ΑΝΤ. συμφωνία, ομοφροσύνη. Επίσης (λαϊκ.) διχογνωμοσύνη [μτγν.] – διχογνωμώ π. [μτγν.] {-είς…}.
[ΕΤΥΜ < μτγν. διχογνωμώ (-έω) < δίχο (<αρχ. δίχα, “σε δυο μέρη, χωριστά” < δίς) + γνωμώ < γνώμη]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 517