Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορία: Περισκόπηση
εμμονή (η)
[αρχ.] 1. η σταθερή και αμετακίνητη προσήλωση σε πεποίθηση ή στάση (συνήθ. παρά τις αρνητικές συνθήκες): έδειξε μεγάλη ~ στην υποστήριξη της πρότασής αυτής || η ~ του στο θέμα καταντά παρεξηγήσιμη
ΣΥΝ.: επιμονή, ΑΝΤ.: χαλαρότητα, αδιαφορία, υπαναχώρηση, διαλλακτικότητα
2. (συνεκδ.) η ίδια πίστη ή στάση κλπ στην οποία εμμένει κανείς: δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις ~ του.
ΣΧΟΛΙΟ: λ. μένω
ΕΤΥΜ: αρχ. < ἐμμένω
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 595
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
διαρθρωτικός, -ή, -ό [μτγν.]
1. αυτός που σχετίζεται με τη διάρθρωση
2. (ειδικότ.) αυτός που προχωρεί σε βάθος, που αγγίζει την ίδια τη δομή, την οργάνωση συστήματος: για να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατεία χρειάζονται ~ αλλαγές || ~ παρεμβάσεις / μέτρα / Ταμείο.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
(χωρίς πληθυντ.) η ορθή πράξη, το να πράττει κανείς κανείς ορθά: η ορθοδοξία είναι και ~
ΕΤΥΜ.: < Ορθό + -πραξία < πράξη, πβ κ μτγν. ορθοπραγία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1275
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Καλό μήνα από την Περισκόπηση
Στο θέμα του κλειστού γυμναστηρίου στο Λιανοβέργι αναφέρομαι.
Στις 3 Απριλίου του 2017 (!!!!), ενόψει της πρώτης επίσκεψης του Γ.Γ. Αθλητισμού Ι. Συναδινού, είχα γράψει ΕΔΩ για το εγκαταλελειμμένο κλειστό γυμναστήριο του Λιανοβεργίου. Το θέμα επανήλθε δώδεκα (12) μήνες αργότερα στο δημοτικό συμβούλιο. Και με αυτό ασχολούνται τώρα ξανά εντός και εκτός Συμβουλίου – σε φιλολογικό επίπεδο, γιατί μη φανταστείτε πως γίνεται κάτι σημαντικό, πέραν της αναφοράς.
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
(λογ.) αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, που είναι αδύνατον να περιγραφεί
ΣΥΝ.: (λογ.) ανέκφραστος, ανείπωτος, άρρητος, άφατος, απερίγραπτος
ΕΤΥΜ.: αρχ. < ἀ στερητ. + φραζω “λέγω, εκφράζω” (β.λ. “φράση”)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 329
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση