Διφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)
ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517
Διφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)
ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517
Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
ρ. μτβ. {εκράτυνα} (σπάν.-αρχαιοπρ.) (λογ.) ενισχύω, ισχυροποιώ: με την πολιτική του εκράτυνε την αυτοκρατορία και επέβαλε παντού την ισχύ του.
ΣΥΝ.: κραταιώνω.
ΕΤΥΜ.: αρχ < κράτος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 955
Δεν είναι μόνο όμως η συγκεκριμένη ανάρτηση που ενοχλεί διάφορους (τον καθένα για το δικό του λόγο). Είναι και όσα κατά καιρούς έχω γράψει (ή έχω πει μέσα από τα βίντεο) τους τελευταίους 2-3 μήνες για το θέμα αυτό – και μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο. Τα οποία επαληθεύτηκαν ΟΛΑ από τα έως τώρα γεγονότα, όπως θα επαληθεύονται σταδιακά και όλα όσα γράφω για τα τοπικά πολιτικά πράγματα.
Αρχικά θα συστήσω…. ξύδι! Είτε μηλόξυδο, είτε από σταφύλι. Κάνει λέει καλό στα νεύρα, γιατί λέει αλληλεπιδρά με τον αιματοκρίτη και ρίχνει την πίεση!
(αμετροεπ-ούς | -είς, ουδ.: -ή) (λογ.)
1. αυτός που δεν έχει μέτρο στα λόγια του, που φλυαρεί: ~ ομιλητής. ΣΥΝ.: φλύαρος
2. αυτός που λέει υπερβολικά λόγια, μεγαλοστομίες ή προσβολές.
– αμετροέπεια (η) [1887], αμετροεπώς (επίρρ.) ΣΧΟΛΙΟ: λ. -ης, -ης, -ες, εχέμυθος
ΕΤΥΜ.: αρχ < ἄμετρος + -επής <ἔπος (λόγος).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 136
{-ης κ. -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων}
1. (κυριολ.) το ρίξιμο (κάποιου) από το παράθυρο στο έδαφος
2. (μτφ. – εκφραστ.) η εκδίωξη (κάποιου) από θέση / αξίωμα: η ~ του υπουργού προκαλεί εύλογες απορίες ΣΥΝ.: αποπομπή – εκπαραθυρώνω ρ.
ΕΤΥΜ.: μεταφρ. δάνειο από γαλλ. défenestration
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 575