Κατηγορίες
στήλες

Καλό μήνα από την Περισκόπηση

nov2015-1

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα…. (εβδομάδα 43)

kyr-201543

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2015)

libri3Πίτουρο (το)
ο φλοιός που απομένει από την άλεση των δημητριακών, κυρ. του σιταριού, και ο οποίος χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.
ΦΡ. «τρώω πίτουρα», είμαι υπερβολικά αφελής, χαζός: το κατάλαβε, δεν τρώει και πίτουρα
(β) (παροιμ.) «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες» βλ.λ. ανακατεύω (γ) «ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι» βλ.λ. ακριβός. Επίσης (λογ.) πίτυρον [αρχ.]
{ΕΤΥΜ.: <αρχ. πίτυρον (κυρ. πληθυντ.), για το οποίο βλ.λ. πιτυρίδα}

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1412

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 42, 2015)

kyr201542

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2015)

libri3εγνωσμένος, -η, -ο

(λογ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία, που έχει αναγνωριστεί από όλες τις πλευρές. ο εκλιπών υπήρξε επιστήμονας εγνωσμένου κύρους.

ΣΥΝ.: αναγνωρισμένος, αναμφισβήτητος, πανθομολογούμενος, αδιαφιλονίκητος.

Σχόλιο: μτχ

ΕΤΥΜ.: μτχ παθ. παρακ,. του αρχ. γιγνώσκω

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 547

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 41, 2015)

kyr2015e41

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2015)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2015)

libri3sui generis

(λατιν.) – προφέρεται «σούι γκένερις, ελληνικά: του δικού του γένους.

συνήθ. ως χαρακτηρισμός προσώπων και καταστάσεων που έχουν κάτι το ιδιαίτερο, ιδιότητα χαρακτηριστική των ιδίων και μόνο ∙ (ειδικότ.) για κάποιον / κάτι που ξεφεύγει από το συνηθισμένο ∙ ιδιόρρυθμος. ΣΥΝ.: ιδιόμορφος, ιδιότυπος.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1625