Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 38, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 38, 2016)

libri3Ολετήρας (ο), ολέτειρα (η)

[αρχ.] [ολετείρων] (λογ.-σπαν.) αυτός που καταστρέφει, που εξολοθρεύει.

ΣΥΝ:  καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευστής

[ΕΤΥΜ: <αρχ. ὀλετήρ, -ῆρος, < θ. ὀλε- του ρ. ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω» (βλ.λ. ὄλεθρος)]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1245

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 37, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 37, 2016)

libri3Ατέκμαρτος, -η, -ο

αυτός που δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί βάσει λογικών συλλογισμών

ΣΥΝ.: άγνωστος, άδηλος ΑΝΤ.: τεκμαρτός

[ΕΤΥΜ.: αρχ. ἁ – στερητ. + τεκμαίρομαι «ταξινομώ, υπολογίζω»]

 Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 308

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 36, 2016)

kyr201636

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 36,2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 36,2016)

libri3Παρρησία (η)

χωρίς πληθ. (λογ.) η έκφραση της προσωπικής γνώμης με θάρρος και ειλικρίνεια : μίλησε με ~, υπερασπιζόμενος τις θέσεις του.

ΣΥΝ. θάρρος ΣΧΟΛΙΟ: λ. παρώνυμο, –ρρ-

[ΕΤΥΜ: αρχ. <παρ- (<παν-) + ρησία < ῥῆσις «λόγος, ομιλία»]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1349

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 35, 2016)

kyr201635

εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 35, 2016)

TRAGOUDIEVDOMADAS

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 35, 2016)

libri3Εξαργυρώσιμος, -η, -ο [1887]

  1. αυτός που είναι δυνατόν να εξαργυρωθεί: ~ επιταγή
  2. (μτφ.) αυτός που είναι δυνατόν να ανταλλαγεί έναντι ωφελημάτων: οι υπηρεσίες που προσφέρει κανείς στην πατρίδα δεν είναι ~ με υψηλές κοινωνικές θέσεις.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 623