Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2017)

το τραγούδι της εβδομάδας

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 43, 2017)

Επίνοια (η) [επινοιών]

1. η ικανότητα να εφευρίσκει και να συλλαμβάνει κανείς νέα και πρότυπα πράγματα ΣΥΝ. επινοητικότητα, εφευρετικότητα, ευρηματικότητα

2. (συνεκδ.) οτιδήποτε συλλαμβάνει ο άνθρωπος με τη δημιουργική του φαντασία και σκέψη ΣΥΝ.: εφεύρεση, επινόημα, σύλληψη.
ΕΤΥΜ.: αρχ. <ἐπινοῶ

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 654

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 42, 2017)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2017)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 42, 2017)

σκώμμα (το)

λογ. {σκώμμ-ατος | -ατα, -των} λόγος περιπαικτικός, που εμπαίζει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται.
ΣΥΝ.: κοροϊδία, αστεϊσμός
ΣΧΟΛ.: λ. Κοροϊδία
ΕΤΥΜ.: <αρχ. σκώμμα < σκώπτω (βλ.λ.)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1617

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2017)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 41, 2017)

ενσκήπτω

ρ. αμτβ. [ενέσκηψα) (για δυσμενή φαινόμενα) εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή: θύελλα / επιδημία / δριμύ ψύχος ενέσκηψε στη χώρα μας.
ΣΧΟΛΙΟ λ. Εγκύπτω
ΕΤΥΜ.: αρχ. Έν + σκήπτω “επιπίπτω, ενορμώ, πέφτω με ορμή” βλ.λ. σκήπτρο

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 615

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 40, 2017)

Εάν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2017)

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 40, 2017)

συνδαυλίζω κ. (λαϊκ.) συδαυλίζω

ρ. μτβ. [συδαύλισ-α, -τηκα (λογ. –θηκα), -μένος
1. σκαλίζω τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά
2. (μτφ.) υποδαυλίζω (βλ.λ.): με την αρθογραφία του συνδαυλίζει τα πολιτικά πάθη
συνδαύλιση (η) [1857] κ. συνδαύλισμα (το)
ΕΤΥΜ.: < συν + δαυλίζω < δαυλός

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1698