Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 48, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας - Περισκόπηση
Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 48, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗ

Επίγευση (η)

[1894]{-ης κ. -εύσεως χωρίς πληθ.} η γευστική εντύπωση που αφήνει έδεσμα ή ποτό μετά την κατάποση: κρασί με έντονη γεύση και μακρά στυφή ~

Γ.Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 645

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 47, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

 

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 47, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας - Περισκόπηση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 47, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗφαντεζί

επιθ. (άκλητ.) αυτός που προκαλεί εντύπωση λόγω της ιδιομορφίας και του ασυνήθηστου χαρακτήρα του: ~ χρώματα (έντονα χρώματα σε ασυνήθιστους συνδυσμούς)

ΣΥΝ.: έντονος, χτυπητός, φανταχτερός. Επίσης φαντεζίστικος, -η, -ο
ΕΤΥΜ: αντιδάν. γαλλ. Fantaisie < λατ. phantasia < αρχ. Φαντασία

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1869

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 46, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας - Περισκόπηση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 46, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΔιφυής, -ής. -ές {διφυ-ούς | -είς (ουδ.: -ή)}
αυτός που έχει δυο μορφές, δισυπόστατος – διφυΐα (η)

ΕΤΥΜ: αρχ. < δι- (δίς) + -φυής < φύω.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 517

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 45, 2018)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 44, 2018)

το τραγούδι της εβδομάδας - Περισκόπηση

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 44, 2018)

ΠΕΡΙΣΚΟΠΗΣΗΚρατύνω (κ. -άω)

ρ. μτβ. {εκράτυνα} (σπάν.-αρχαιοπρ.) (λογ.) ενισχύω, ισχυροποιώ: με την πολιτική του εκράτυνε την αυτοκρατορία και επέβαλε παντού την ισχύ του.
ΣΥΝ.: κραταιώνω.
ΕΤΥΜ.: αρχ < κράτος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 955