Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 29, 2019)

 

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 29, 2019)

Εξοβελίζω
ρ. μτβ. [1814] {εξοβέλισ-α, -τηκα, (λογ.) -θηκα, -μένος}

1. ΦΙΛΟΛ. θέτω μεταξύ οβελών (φράση ή λέξη), συνήθ. αρχαίου κειμένου, και κατά συνέπεια την απορρίπτω, θεωρώντας την νόθο στοιχείο ή παρέμβλητη. ΣΥΝ.: αθετώ
2. (μτφ) αποβάλλω, διώχνω: προσπάθησε να εξοβελίσει από το κόμμα οποιονδήποτε εξέφραζε αντίθετη άποψη. – εξοβελισμός (ο)

ΕΤΥΜ.: <εξ + οβελίζω (βλ.λ.)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 630

Κατηγορίες
στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 28, 2019)

 

 

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2019)

 

Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 28, 2019)

Εμπεδώνω
ρ. μετβ. (εμπέ-δωσα, -θηκα, -μένος)

1. καθιστώ (κάτι) ασφαλές, σίγουρο και σταθερό, οργανώνω σε πιο συμπαγή μορφή: η δημοκρατία εμπεδώνεται στην πράξη με τη συμμετοχή του πολίτη
ΣΥΝ.: στερεώνω, σταθεροποιώ, εδραιώνω
2. (μτφ) κατανοώ (κάτι) πλήρως, το κάνω κτήμα μου, αφομοιώνω: με επαναλήψεις και εξάσκηση θα εμπεδώσει τις γνώσεις του.
ΕΤΥΜ: < αρχ. ἐμπεδῶ (-όω) “επιβεβαιώνω, επικυρώνω” < ἔμπεδος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 595

Κατηγορίες
Περισκόπηση σκίτσα-σάτυρα στήλες

Ένα σκίτσο τη βδομάδα… (εβδομάδα 26, 2019)

Αν θέλετε να λαμβάνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπείτε ΕΔΩ & γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση
Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2019)

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 26, 2019)

άθυρμα (το)

{αθύρμ-ατος | -ατα, -άτων}

1. (λογ) αυτό με το οποίο παίζει κανείς, το παιχνίδι
2. (μεταφ.) ο άνθρωπος που χρησιμοποιείται σαν παιχνίδι στα χέρια των άλλων, που άγεται και φέρεται, που δεν διαθέτει δική του βούληση: ~ της μοίρας || ~ πολιτικού πάτρωνα.
αθυρματοποιός (ο) [1897] αθυρματοπιοία (η)

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, (Β΄έκδοση, Γ΄ανατύπωση εμπλουτισμένη 2006), σελίδα 83

Κατηγορίες
στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 25, 2019)

 

Κατηγορίες
Περισκόπηση στήλες

Το τραγούδι της εβδομάδας (εβδομάδα 24, 2019)