Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 17η, 2011)

Εκποιώ ρ. μετβ. {εκποιείς… | εκποί-ησα, -ούμαι, ήθηκα, ημένος}
1. α) πωλώ αναγκαστικά, συνηθ. κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου, β) (κακοσ.) ξεπουλώ: οι αρχές  και οι αξίες δεν είναι εμπορεύσιμα είδη και δεν εκποιούνται
2. ΝΟΜ. Ενεργώ εκποιήση (βλ.λ.) (δικαιώματος ή αντικειμένου)
[ΕΤΥΜ.: < αρχ. εκποιώ (-έω) αρχική σημασία: "παραδίδω παιδί προς υιοθεσία", "εκ+ποιώ. Η λέξη προσέλαβε στην αρχαιότητα και τη σημασία "επιτρέπω, δίνω άδεια. Η σημασία "απαλλοτριώνω" είναι ήδη αρχαία]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 575