Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 45η, 2011)

Αγιοποιώ
ρ. μετβ. [μεσν.] {αγιοποιείς…| αγιοποί-ησα, -ούμαι, – ήθηκα, -ημένος}
1. (για την εκκλησία) ανακυρύσσω (κάποιον) επισήμως άγιο μετά τον θάνατό του.
2. (μτφ.) αποδίδω (σε κάποιον) υπερβολικές αρετές, τον εμφανίζω εξιδανικευμένο: οι αυλικοί ιστορικοί συνήθως αγιοποιούσαν τους μονάρχες τους || “αγιοποιούν αυτούς που τους υπακούουν και δαιμονοποιούν τους αντιπάλους τους” (εφημ) ΑΝΤ. δαιμονοποιώ – αγιοποίηση (η) [1782]