Κατηγορίες
Χωρίς κατηγορία

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 5η, 2011)

Κηδεμονεύω
ρ. μετβ [μτγν.] {κηδεμόνευ-σα, -τηκα (λογ. -θηκα), -μενος}
1. αναλαμβάνω την κηδεμονία προσώπου
2. (μτφ.) καθοδηγώ (κάποιον / κάτι), υποδεικνύοντάς του τι πρέπει να κάνει: ο σύλλογος τους δεν κηδεμονεύεται από κανένα κόμμα.
3. ΝΟΜ. κηδεμονευόμενες περιοχές, κηδεμονευόμενοι πληθυσμοί κλπ (περιοχές, πληθυσμοί κλπ) που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας (βλ. λ κηδεμονία).
*διεθνής κηδεμονία: το καθεστώς που ισχύει στις πρώην αποικίες κατά τη μετάβασή τους από το προηγούμενο στάδιο της πλήρους εξάρτησης και υποταγής τους στις αποικιακές δυνάμεις, σε άλλους είδους καθεστώς οικονομικής, πολιτικής κλπ κυριαρχίας των αποικιακών χωρών σε αυτές.