Εγχρήματος, -ος, -ο(ν), (λογ.)
αυτός που προϋποθέτει χρήματα για λειτουργία του: ~ οικονομία (σε αντιδιαστολή προς την ανταλλακτική οικονομία)
ΕΤΥΜ. <εγ – (εν) + χρήμα, -ατος πβ και εμ-πράγματος
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 547