Μαρασμός (ο) [μτγν.]
1. η απώλεια της φρεσκάδας και ακμής: ο ~ της φύσης / της σωματικής ομορφιάς ΑΝΤ. Άνθηση, ακμή
2. ΙΑΤΡ. Η σταδιακή εξασθένηση των ψυχικών, σωματικών ή/και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου λόγω μακράς νόσου, γήρατος, καταπόνησης, χρόνιας μελαγχολίας κλπ.
3. (μτφ) η παρακμή, η ύφεση: ο ~ του ελληνικού στοιχείου της Πόλης || ο ~ της επαρχιακής οικονομίας. ΣΥΝ, κατάπτωση.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1048