Νομέας (ο) {νομ-είς, έων}
1. ΝΟΜ. το πρόσωπο το οποίο ασκεί φυσική εξουσία πάνω σε πράγμα “διανοία κυρίου”, με τη θέληση δηλαδή να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος,
2. (γενικότ.) αυτός που διαθέτει και εκμεταλλεύεται κάτι: οι ~ της εξουσίας
3. ο ποιμένας
4. ΝΑΥΤ. καθένα από τα σιδερένια δοκάρια που συνδέονται συμμετρικά με την καρίνα και σχηματίζουν το σκελετό του σκάφους. Επίσης (λογ.) νομεύς [αρχ.] {νομέως}
ετυμ. < αρχ. νομεύς < νομή
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1187