Αβελτηρία (η) κ. αβελτερία
η διανοητική νωθρότητα και κατ’ επέκταση η ανοησία, η αμυαλιά: η δήλωση του αξιωματούχου φανερώνει ~
ΣΥΝ.: μωρία, κουφόνοια – ΑΝΤ.: ευστροφία, εξυπνάδα. αβέλτερος, -η, -ο (αρχ.)
ΕΤΥΜ.: < αρχ. Αβελτερία < ἀβέλτερος < ἀ (στερητ.) + βέλτερος, παράλλ. τ. τού βελτίων “καλύτερος”, οπότε η λέξη θα σήμαινε αυτόν που δεν επιδέχεται βελτίωση
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 44