διαχυτικότητα (η)
[1887, χωρ. γεν. πληθ.] η έντονη εκδήλωση συναισθημάτων με χειρονομίες, λόγια, εκφράσεις προσώπου, έντονες κινήσεις γενικά: άρχισε τις ~ μπροστά σε όλους
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 500