Μέρισμα (το)
[μερίσμ-ατος | -ατα | -άτων]
1. (λογ) το μερίδιο
2. (οικον) το ποσό που καταβάλλεται από τα κέρδη ανώνυμης εταιρίας σε κάθε μέτοχο : προσωρινό / συμπληρωματικό / τελικό / πλασματικό / πρόσθετο / προνομιούχο / αζήτητο / ανείσπρακτο ~ || ένταλμα πληρωμής μερίσματος.
ΕΤΥΜ.: μτγν. αρχική σημασία “μέρος συνόλου” < αρχ. “μερίζω”. Ο οικον. όρος αποδίδει το γαλλικό “dividende”
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 1074