Αψίκορος, -η, -ο
1. αυτός που χορταίνει γρήγορα, που φθάνει σύντομα στον κορεσμό
2. αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση
– επίρρ. αψίκορα ΣΧΟΛΙΟ: λ. Κουτσός
ΕΤΥΜ.: <αρχ. ἀψίκορος < ἀψι (<ἂπτω) + κόρος < κορέννυμι “χορταίνω” (βλ.λ. κορεσμός)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση (2006), σελίδα 335