διαρθρωτικός, -ή, -ό [μτγν.]
1. αυτός που σχετίζεται με τη διάρθρωση
2. (ειδικότ.) αυτός που προχωρεί σε βάθος, που αγγίζει την ίδια τη δομή, την οργάνωση συστήματος: για να καταπολεμηθεί η γραφειοκρατεία χρειάζονται ~ αλλαγές || ~ παρεμβάσεις / μέτρα / Ταμείο.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 491