Ορθοπραξία (η)
(χωρίς πληθυντ.) η ορθή πράξη, το να πράττει κανείς κανείς ορθά: η ορθοδοξία είναι και ~
ΕΤΥΜ.: < Ορθό + -πραξία < πράξη, πβ κ μτγν. ορθοπραγία
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1275