Ανατάξιμος, -η, -ο
- ιατρ. (για οστά) αυτός που μπορεί να αναταχθεί, να τοποθετηθεί πάλι στη θέση του
- αυτός που μπορεί να αποκατασταθεί, να επανέλθει, να διορθωθεί: η οικονομία της χώρας είναι ακόμη ~ ΣΥΝ.: βελτιώσιμος, διορθώσιμος. – αναταξιμότητα (η)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 171