Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 9, 2017)

Ανατάξιμος, -η, -ο

  1. ιατρ. (για οστά) αυτός που μπορεί να αναταχθεί, να τοποθετηθεί πάλι στη θέση του
  2. αυτός που μπορεί να αποκατασταθεί, να επανέλθει, να διορθωθεί: η οικονομία της χώρας είναι ακόμη ~ ΣΥΝ.: βελτιώσιμος, διορθώσιμος. – αναταξιμότητα (η)

 

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 171