Μεταπίπτω
ρ. αμτβ. [αρχ.] (μετέπεσα) λογ.
- περιέρχομαι (σε νέα θέση ή κατάσταση), εγκαταλείποντας με απότομο τρόπο την προηγούμενη μου θέση ή κατάσταση: ύστερα από τόση ζωντάνια και ενεργητικότητα, μετέπεσε σε μια κατάσταση αδράνειας και νωθρότητας ΣΥΝ: μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι, μεταστρέφομαι.
- ΓΛΩΣΣ. (για λέξεις) αλλάζω σημασία με την πάροδο του χρόνου: η λέξη «γυμνάσιο» έχει μεταπέσει από τη σημασία του γυμναστηρίου σε αυτήν της σχολικής μονάδας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1085