Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 49, 2016)

libri3Μεταπίπτω

ρ. αμτβ. [αρχ.] (μετέπεσα) λογ.

  1. περιέρχομαι (σε νέα θέση ή κατάσταση), εγκαταλείποντας με απότομο τρόπο την προηγούμενη μου θέση ή κατάσταση: ύστερα από τόση ζωντάνια και ενεργητικότητα, μετέπεσε σε μια κατάσταση αδράνειας και νωθρότητας ΣΥΝ: μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι, μεταστρέφομαι.
  2. ΓΛΩΣΣ. (για λέξεις) αλλάζω σημασία με την πάροδο του χρόνου: η λέξη «γυμνάσιο» έχει μεταπέσει από τη σημασία του γυμναστηρίου σε αυτήν της σχολικής μονάδας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1085