Παρορώ
ρ. μτβ. [παροράς…] (αρχαιοπρ.)
1. αφήνω κάτι να περάσει χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή προσποιούμαι πως δεν το βλέπω ΣΥΝ. παραβλέπω (λογ) αντιπαρέρχομαι (καθημ.) κάνω τα στραβά μάτια
2. αντιμετωπίζω χωρίς ενδιαφέρον, αδιάφορα
3. υποτιμώ τη σημασία πράγματος, προφρονώ
[ΕΤΥΜ.: <αρχ. παρορῶ (-άω) < παρ(α) + ὁρῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1348