Κατηγορίες
στήλες

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 45, 2016)

libri3Παρορώ

ρ. μτβ. [παροράς…] (αρχαιοπρ.)

1. αφήνω κάτι να περάσει χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή προσποιούμαι πως δεν το βλέπω ΣΥΝ. παραβλέπω (λογ) αντιπαρέρχομαι (καθημ.) κάνω τα στραβά μάτια

2. αντιμετωπίζω χωρίς ενδιαφέρον, αδιάφορα

3. υποτιμώ τη σημασία πράγματος, προφρονώ

[ΕΤΥΜ.: <αρχ. παρορῶ (-άω) < παρ(α) + ὁρῶ]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1348