νύδημος, -ως, -ον
(αρχαιοπρ.) 1. αυτός που δεν ταράζεται από τίποτε: ~ ύπνος ΣΥΝ.: ήρεμος, αδιατάρακτος ΑΝΤ.: ταραγμένος, διακοπτόμενος
2. νύδημος (ο) {νυδήμου | χωρίς πληθ.} ο ύπνος: κοιμάται τον ~
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 1180