Εμπαιγμός (ο)
(λογ.) 1. η επίδειξη φαινομενικού ενδιαφέροντος για την υπόθεση κάποιου, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει αδιαφορία ή επιδίωξη του αντίθετου αποτελέσματος. ΣΥΝ παραπλάνηση, εξαπάτηση.
- η κοροϊδία, η γελοιοποίηση (κάποιου): ο ~ κάποιου για σωματικό του ελάττωμα ΣΥΝ. χλευασμός, περίπαιγμα, εξευτελισμός
ΣΧΟΛ: κοροϊδεύω, κοροϊδία
[Ετυμ. μτγ. < ἐμπαίζω]