Δεκάζω
ρ. μτβ. {δέκασ-α, -τηκα | λογ. –θηκα}
δίνω χρήματα ή δώρα, κρ. σε δικαστή ή μάρτυρα, για να τους εξαγοράσω · δωροδοκώ (πβ. λ. αδέκαστος)
ΣΥΝ: εξαγοράζω, διαφθείρω – δεκασμός (ο) μτγν.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδοση, Γ΄ ανατύπωση 2006 εμπλουτισμένη – σελίδα 459